- κυβίζω
- (I)(AM κυβίζω) [κύβος]1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμηνεοελλ.1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις τού κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρααρχ.παθ. κυβίζομαιπολλαπλασιάζομαι.————————(II)κυβίζω (Μ) [κύβη]χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.
Dictionary of Greek. 2013.